- παρωρχεῖτο
- παρορχέομαιrepresent in dancing out of seasonimperf ind mp 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρορχούμαι — έομαι, Α [ορχούμαι] δεν χορεύω σωστά, παριστάνω κάτι χορευτικώς κατά τρόπο εσφαλμένο («τὴν τοῡ Κρόνου τεκνοφαγίαν παρωρχεῑτο», Λουκιαν.) … Dictionary of Greek